ἀναγνωστήριον

ἀναγνωστήριον
ἀναγν-ωστήριον, τό,
A lectern, reading-desk, Hsch.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀναγνωστήριον — lectern neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναγνωστήριο — και τήρι, το (Α ἀναγνωστήριον) [ἀναγνώστης] αίθουσα κατάλληλα διαρρυθμισμένη για διάβασμα σε βιβλιοθήκες, εκπαιδευτικά ή πολιτιστικά ιδρύματα κ. λ. π. νεοελλ. σχολικό όργανο για τη διδασκαλία τής ανάγνωσης (ορθός πίνακας) με τρεις ή έξι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”